- ἔμποκος
- ἔμποκος, ον,A unshorn, of sheep, PThead.8.6 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έμποκος — ἔμποκος, ον (Α) [πόκος] (για πρόβατα) άκουρος, ακούρευτος, άκαρτος … Dictionary of Greek